шлифованный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

шлифованный - translation to πορτογαλικά


шлифованный      
esmerilhado ; (полированный) polido ; (о драгоценных камнях) lapidado ; (о рисе) branqueado
dente retificado      
шлифованный зуб
dente retificado      
шлифованный зуб

Ορισμός

шлифованный
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: шлифование, связанный с ним.
2) а) Подвергшийся шлифованию.
б) перен. разг. Подвергшийся усовершенствованию.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шлифованный
1. Несколько кусочков мяса съел (0 очков), а рис шлифованный оставил.
2. Шлифованный рис, который раньше она очень любила, она заменила необработанным.
3. Основной вклад в продуктовую инфляцию внесли живая рыба и шлифованный рис, подорожав на 13,3-15,4 процента.
4. Так, лидерами роста на прошлой неделе оказались рис шлифованный (2,5%), пшено (1,5%), сахар-песок (1,4%) (см.
5. Из продуктов за неделю более всего подорожал шлифованный рис (на 1,8%). Но виновником галопирующей инфляции постепенно становится топливо.